- κουρείων
- κουρεί̱ων , κουρεῖονbarber's shopneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσφοιτώ — άω, ΜΑ 1. πορεύομαι ή έρχομαι σε κάποιο μέρος συχνά («οὐδὲ προσφοιτᾷ πρός τι... τῶν ἐν τῇ πόλει κουρείων», Δημοσθ.) 2. συναναστρέφομαι με κάποιον αρχ. 1. φοιτώ σε κάποιο δάσκαλο 2. μτφ. επισκέπτομαι («τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας», Αντιφάν.).… … Dictionary of Greek